- ομφάκιον
- ὀμφάκιον, τὸ (Α) [όμφαξ]1. χυμός άγουρων σταφυλιών2. έλαιο που λαμβάνεται από άγουρες ελιές, αγουρόλαδο3. στον πληθ. τὰ ὀμφάκιαοι σκληροί μαστοί μικρής σε ηλικία κοπέλας («ὀμφάκια μῆλα τοῡ στέρνου», Αρισταίν.).
Dictionary of Greek. 2013.